Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπεριάγωγος
εὐπερίγραφος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίστατος
View word page
εὐπάτωρ
εὐπάτωρ εὐ-πάτωρ (ᾰ), ορος, πατήρ born of a noble sire, Aesch.

ShortDef

born of a noble sire
Eupator

Debugging

Headword:
εὐπάτωρ
Headword (normalized):
εὐπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
ευπατωρ
IDX:
13883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13889
Key:
eu)pa/twr

Data

{'content': 'εὐπάτωρ\n εὐ-πάτωρ (ᾰ), ορος,\n πατήρ\n born of a noble sire, Aesch.', 'key': 'eu)pa/twr'}