Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
View word page
εὐπαρόρμητος
εὐπαρόρμητος εὐ-παρόρμητος, ον παρορμάω easily excited, Arist.

ShortDef

easily excited

Debugging

Headword:
εὐπαρόρμητος
Headword (normalized):
εὐπαρόρμητος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρορμητος
IDX:
13878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13884
Key:
eu)paro/rmhtos

Data

{'content': 'εὐπαρόρμητος\n εὐ-παρόρμητος, ον\n παρορμάω\n easily excited, Arist.', 'key': 'eu)paro/rmhtos'}