Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
View word page
εὐπάρθενος
εὐπάρθενος εὐ-πάρθενος, ον = καλὴ πάρθενος, Eur.
ShortDef
famed for fair maidens
Debugging
Headword:
εὐπάρθενος
Headword (normalized):
εὐπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρθενος
IDX:
13876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13882
Key:
eu)pa/rqenos
Data
{'content': 'εὐπάρθενος\n εὐ-πάρθενος, ον\n = καλὴ πάρθενος, Eur.', 'key': 'eu)pa/rqenos'}