Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
εὔπειστος
View word page
εὐπάρεδρος
εὐπάρεδρος εὐ-πάρεδρος, ον constantly attending, τὸ εὐπ. τῷ Κυρίῳ constant waiting on the Lord, NTest.
ShortDef
constantly attending
Debugging
Headword:
εὐπάρεδρος
Headword (normalized):
εὐπάρεδρος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρεδρος
IDX:
13875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13881
Key:
eu)pa/redros
Data
{'content': 'εὐπάρεδρος\n εὐ-πάρεδρος, ον\n constantly attending, τὸ εὐπ. τῷ Κυρίῳ constant waiting on the Lord, NTest.', 'key': 'eu)pa/redros'}