Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπαιδία
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπειθής
View word page
εὐπαράπειστος
εὐπαράπειστος εὐ-παράπειστος, ον easily led away, Xen.
ShortDef
easily led away
Debugging
Headword:
εὐπαράπειστος
Headword (normalized):
εὐπαράπειστος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραπειστος
IDX:
13874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13880
Key:
eu)para/peistos
Data
{'content': 'εὐπαράπειστος\n εὐ-παράπειστος, ον\n easily led away, Xen.', 'key': 'eu)para/peistos'}