Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπαθής
εὐπαιδία
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
View word page
εὐπάραος
εὐπάραος εὐ-πάρᾱος, ον Doric for εὐπάρειος παρειά with beauteous cheeks, Pind.
ShortDef
with beauteous cheeks
Debugging
Headword:
εὐπάραος
Headword (normalized):
εὐπάραος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραος
IDX:
13873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13879
Key:
eu)pa/raos
Data
{'content': 'εὐπάραος\n εὐ-πάρᾱος, ον\n Doric for εὐπάρειος\n παρειά\n with beauteous cheeks, Pind.', 'key': 'eu)pa/raos'}