Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαιδία
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
View word page
εὐπαρακόμιστος
εὐπαρακόμιστος εὐ-παρακόμιστος, ον παρακομίζω easy to convey, Plut.
ShortDef
easy to convey
Debugging
Headword:
εὐπαρακόμιστος
Headword (normalized):
εὐπαρακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρακομιστος
IDX:
13872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13878
Key:
eu)parako/mistos
Data
{'content': 'εὐπαρακόμιστος\n εὐ-παρακόμιστος, ον\n παρακομίζω\n easy to convey, Plut.', 'key': 'eu)parako/mistos'}