εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακολούθητος
εὐ-παρᾰκολούθητος, ον
παρακολουθέω
easy to follow, of an argument, Arist.
{
"content": "εὐπαρακολούθητος\n εὐ-παρᾰκολούθητος, ον\n παρακολουθέω\n easy to follow, of an argument, Arist.",
"key": "eu)parakolou/qhtos"
}