Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔοφρυς
εὐοχθέω
εὔοχθος
εὐπαγής
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαιδία
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπάρεδρος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
View word page
εὐπάλαμος
εὐπάλαμος εὐ-πάλᾰμος, ον παλάμη handy, skilful, ingenious, inventive, Aesch., Anth.

ShortDef

handy, skilful, ingenious, inventive

Debugging

Headword:
εὐπάλαμος
Headword (normalized):
εὐπάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ευπαλαμος
IDX:
13867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13873
Key:
eu)pa/lamos

Data

{'content': 'εὐπάλαμος\n εὐ-πάλᾰμος, ον\n παλάμη\n handy, skilful, ingenious, inventive, Aesch., Anth.', 'key': 'eu)pa/lamos'}