Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἄλευρον
ἀλεύω
ἀλέω
View word page
ἀλεξιφάρμακον
ἀλεξιφάρμακον an antidote, remedy, Plat.:— τινός against a thing, Plat.
ShortDef
an antidote, remedy
Debugging
Headword:
ἀλεξιφάρμακον
Headword (normalized):
ἀλεξιφάρμακον
Headword (normalized/stripped):
αλεξιφαρμακον
IDX:
1387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1387
Key:
a)lecifa/rmakon
Data
{'content': 'ἀλεξιφάρμακον\n an antidote, remedy, Plat.:— τινός against a thing, Plat.', 'key': 'a)lecifa/rmakon'}