Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὔορνις
εὐόροφος
εὔοσμος
εὐόφθαλμος
εὔοφρυς
εὐοχθέω
εὔοχθος
εὐπαγής
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαιδία
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαμος
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαραίτητος
View word page
εὐπαγής
εὐπαγής εὐ-πᾰγής, ές πήγνυμι of the body, compact, firm, strong, Xen., Theocr.

ShortDef

compact, firm, strong

Debugging

Headword:
εὐπαγής
Headword (normalized):
εὐπαγής
Headword (normalized/stripped):
ευπαγης
IDX:
13860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13866
Key:
eu)pagh/s

Data

{'content': 'εὐπαγής\n εὐ-πᾰγής, ές\n πήγνυμι\n of the body, compact, firm, strong, Xen., Theocr.', 'key': 'eu)pagh/s'}