Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔοπλος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐορκέω
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὔορνις
εὐόροφος
εὔοσμος
εὐόφθαλμος
εὔοφρυς
εὐοχθέω
εὔοχθος
εὐπαγής
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαιδία
εὔπαις
View word page
εὔοσμος
εὔοσμος ὀσμή, ὀδμή sweet-smelling, fragrant, Theocr.
ShortDef
sweet-smelling, fragrant
Debugging
Headword:
εὔοσμος
Headword (normalized):
εὔοσμος
Headword (normalized/stripped):
ευοσμος
IDX:
13855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13861
Key:
eu)/osmos
Data
{'content': 'εὔοσμος\n ὀσμή, ὀδμή\n sweet-smelling, fragrant, Theocr.', 'key': 'eu)/osmos'}