Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἄλευρον
ἀλεύω
View word page
ἀλεξίμορος
ἀλεξίμορος warding off death, Soph.
ShortDef
warding off death
Debugging
Headword:
ἀλεξίμορος
Headword (normalized):
ἀλεξίμορος
Headword (normalized/stripped):
αλεξιμορος
IDX:
1386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1386
Key:
a)leci/moros
Data
{'content': 'ἀλεξίμορος\n warding off death, Soph.', 'key': 'a)leci/moros'}