Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔολβος
εὐομολόγητος
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐορκέω
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὔορνις
εὐόροφος
εὔοσμος
εὐόφθαλμος
εὔοφρυς
εὐοχθέω
εὔοχθος
εὐπαγής
εὐπάθεια
View word page
εὐόρκωμα
εὐόρκωμα εὐ-όρκωμα, ατος, τό, a faithful oath, Aesch.
ShortDef
a faithful oath
Debugging
Headword:
εὐόρκωμα
Headword (normalized):
εὐόρκωμα
Headword (normalized/stripped):
ευορκωμα
IDX:
13851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13857
Key:
eu)o/rkwma
Data
{'content': 'εὐόρκωμα\n εὐ-όρκωμα, ατος, τό,\n a faithful oath, Aesch.', 'key': 'eu)o/rkwma'}