Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔοδος
εὐοδόω
εὔοινος
εὐοῖ
εὔολβος
εὐομολόγητος
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐορκέω
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὔορνις
εὐόροφος
εὔοσμος
εὐόφθαλμος
εὔοφρυς
View word page
εὐόργητος
εὐόργητος εὐ-όργητος, ον ὀργή good-tempered:—adv. -τως, with good temper, Thuc.
ShortDef
good-tempered
Debugging
Headword:
εὐόργητος
Headword (normalized):
εὐόργητος
Headword (normalized/stripped):
ευοργητος
IDX:
13847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13853
Key:
eu)o/rghtos
Data
{'content': 'εὐόργητος\n εὐ-όργητος, ον\n ὀργή\n good-tempered:—adv. -τως, with good temper, Thuc.', 'key': 'eu)o/rghtos'}