Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐοδέω
εὐοδία
εὔοδος
εὐοδόω
εὔοινος
εὐοῖ
εὔολβος
εὐομολόγητος
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐορκέω
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὔορνις
εὐόροφος
εὔοσμος
View word page
εὔοπλος
εὔοπλος εὔ-οπλος, ον ὅπλον well-armed, well-equipt, Ar., Xen.
ShortDef
well-armed, well-equipt
Debugging
Headword:
εὔοπλος
Headword (normalized):
εὔοπλος
Headword (normalized/stripped):
ευοπλος
IDX:
13845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13851
Key:
eu)/oplos
Data
{'content': 'εὔοπλος\n εὔ-οπλος, ον\n ὅπλον\n well-armed, well-equipt, Ar., Xen.', 'key': 'eu)/oplos'}