Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔξενος
εὔξεστος
εὔξοος
εὐοδέω
εὐοδία
εὔοδος
εὐοδόω
εὔοινος
εὐοῖ
εὔολβος
εὐομολόγητος
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐορκέω
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
View word page
εὐομολόγητος
εὐομολόγητος εὐ-ομολόγητος, ον easy to concede, indisputable, Plat.
ShortDef
easy to concede, indisputable
Debugging
Headword:
εὐομολόγητος
Headword (normalized):
εὐομολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ευομολογητος
IDX:
13842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13848
Key:
eu)omolo/ghtos
Data
{'content': 'εὐομολόγητος\n εὐ-ομολόγητος, ον\n easy to concede, indisputable, Plat.', 'key': 'eu)omolo/ghtos'}