Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
View word page
ἀλεξίκακος
ἀλεξίκακος keeping off evil or mischief, Il.: c. gen., δίψης ἀλ. Anth.
ShortDef
keeping off evil
Debugging
Headword:
ἀλεξίκακος
Headword (normalized):
ἀλεξίκακος
Headword (normalized/stripped):
αλεξικακος
IDX:
1384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1384
Key:
a)leci/kakos
Data
{'content': 'ἀλεξίκακος\n keeping off evil or mischief, Il.: c. gen., δίψης ἀλ. Anth.', 'key': 'a)leci/kakos'}