Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐνή
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομία
εὔνομος
εὔνοος
εὐνοῦχος
εὐνώμας
εὔξαντος
εὔξενος
εὔξεστος
εὔξοος
εὐοδέω
View word page
εὐνομέομαι
εὐνομέομαι εὐνομέομαι, Dep.:— to have good laws, to be orderly, Hdt., Thuc., etc.

ShortDef

to have good laws, to be orderly

Debugging

Headword:
εὐνομέομαι
Headword (normalized):
εὐνομέομαι
Headword (normalized/stripped):
ευνομεομαι
IDX:
13825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13831
Key:
eu)nome/omai

Data

{'content': 'εὐνομέομαι\n εὐνομέομαι,\n Dep.:— to have good laws, to be orderly, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'eu)nome/omai'}