Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔνημα
εὐνή
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομία
εὔνομος
εὔνοος
εὐνοῦχος
εὐνώμας
εὔξαντος
εὔξενος
εὔξεστος
εὔξοος
View word page
εὐνοϊκός
εὐνοϊκός from εὔνοια εὐνοϊκός, ή, όν well-disposed, kindly, favourable, Dem.: —adv., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί or πρός τινα to be kindly disposed to . . , Xen.
ShortDef
well disposed, kindly, favourable
Debugging
Headword:
εὐνοϊκός
Headword (normalized):
εὐνοϊκός
Headword (normalized/stripped):
ευνοικος
IDX:
13824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13830
Key:
eu)noiko/s
Data
{'content': 'εὐνοϊκός\n from εὔνοια\n εὐνοϊκός, ή, όν\n well-disposed, kindly, favourable, Dem.: —adv., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί or πρός τινα to be kindly disposed to . . , Xen.', 'key': 'eu)noiko/s'}