Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐνάσιμος
εὐνατήριον
εὐνάω
εὐνέτης
εὔνεως
εὐνῆθεν
εὔνημα
εὐνή
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομία
εὔνομος
εὔνοος
View word page
εὐνήτωρ
εὐνήτωρ = εὐνητήρ, Aesch., Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐνήτωρ
Headword (normalized):
εὐνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ευνητωρ
IDX:
13818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13824
Key:
eu)nh/twr

Data

{'content': 'εὐνήτωρ\n = εὐνητήρ, Aesch., Eur.', 'key': 'eu)nh/twr'}