Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐναῖος
εὐνάσιμος
εὐνατήριον
εὐνάω
εὐνέτης
εὔνεως
εὐνῆθεν
εὔνημα
εὐνή
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομία
εὔνομος
View word page
εὐνήτης
εὐνήτης εὐνήτης, ου, = εὐνητήρ, Eur.:—fem. εὐνήτρια, Soph.
ShortDef
husband, bedmate
Debugging
Headword:
εὐνήτης
Headword (normalized):
εὐνήτης
Headword (normalized/stripped):
ευνητης
IDX:
13817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13823
Key:
eu)nh/ths
Data
{'content': 'εὐνήτης\n εὐνήτης, ου,\n = εὐνητήρ, Eur.:—fem. εὐνήτρια, Soph.', 'key': 'eu)nh/ths'}