Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔμουσος
εὔμοχθος
εὔμυθος
εὔμυκος
εὐνάζω
εὐναιετάων
εὐναῖος
εὐνάσιμος
εὐνατήριον
εὐνάω
εὐνέτης
εὔνεως
εὐνῆθεν
εὔνημα
εὐνή
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
View word page
εὐνέτης
εὐνέτης εὐνέτης, ου, εὐνή = εὐναστήρ, Eur., Anth.

ShortDef

bedfellow

Debugging

Headword:
εὐνέτης
Headword (normalized):
εὐνέτης
Headword (normalized/stripped):
ευνετης
IDX:
13811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13817
Key:
eu)ne/ths

Data

{'content': 'εὐνέτης\n εὐνέτης, ου,\n εὐνή\n = εὐναστήρ, Eur., Anth.', 'key': 'eu)ne/ths'}