Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔμολπος
εὐμορφία
εὔμορφος
εὔμουσος
εὔμοχθος
εὔμυθος
εὔμυκος
εὐνάζω
εὐναιετάων
εὐναῖος
εὐνάσιμος
εὐνατήριον
εὐνάω
εὐνέτης
εὔνεως
εὐνῆθεν
εὔνημα
εὐνή
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
View word page
εὐνάσιμος
εὐνάσιμος εὐνάσιμος, ον εὐνάζω good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping places, Xen.

ShortDef

good for sleeping in

Debugging

Headword:
εὐνάσιμος
Headword (normalized):
εὐνάσιμος
Headword (normalized/stripped):
ευνασιμος
IDX:
13808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13814
Key:
eu)na/simos

Data

{'content': 'εὐνάσιμος\n εὐνάσιμος, ον\n εὐνάζω\n good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping places, Xen.', 'key': 'eu)na/simos'}