Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
ἀλετός
View word page
ἀλεξήτωρ
ἀλεξήτωρ = ἀλεξητήρ, Soph.

ShortDef

one who keeps off an attack, a protector

Debugging

Headword:
ἀλεξήτωρ
Headword (normalized):
ἀλεξήτωρ
Headword (normalized/stripped):
αλεξητωρ
IDX:
1381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1381
Key:
a)lech/twr

Data

{'content': 'ἀλεξήτωρ\n = ἀλεξητήρ, Soph.', 'key': 'a)lech/twr'}