εὔμορφος
εὔμορφος
εὔ-μορφος, ον
μορφή
fair of form, comely, goodly, Hdt., Aesch.
{
"content": "εὔμορφος\n εὔ-μορφος, ον\n μορφή\n fair of form, comely, goodly, Hdt., Aesch.",
"key": "eu)/morfos"
}