Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἀλέτης
View word page
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήρ ἀλέξω one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of battle, a champion, Il.

ShortDef

one who keeps off (LSJ ἀλεξήτειρα)

Debugging

Headword:
ἀλεξητήρ
Headword (normalized):
ἀλεξητήρ
Headword (normalized/stripped):
αλεξητηρ
IDX:
1380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1380
Key:
a)lechth/r

Data

{'content': 'ἀλεξητήρ\n ἀλέξω\n one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of battle, a champion, Il.', 'key': 'a)lechth/r'}