Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
εὐμίσητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐϋμμελίης
εὐμνημόνευτος
εὐμνήμων
εὔμνηστος
εὐμοιρία
εὔμοιρος
εὐμολπέω
εὔμολπος
εὐμορφία
εὔμορφος
εὔμουσος
εὔμοχθος
View word page
εὐμνημόνευτος
εὐμνημόνευτος εὐμνημόνευτος, ον easy to remember, Dem.; comp. -ότερος, Arist.
ShortDef
easy to remember
Debugging
Headword:
εὐμνημόνευτος
Headword (normalized):
εὐμνημόνευτος
Headword (normalized/stripped):
ευμνημονευτος
IDX:
13792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13798
Key:
eu)mnhmo/neutos
Data
{'content': 'εὐμνημόνευτος\n εὐμνημόνευτος, ον\n easy to remember, Dem.; comp. -ότερος, Arist.', 'key': 'eu)mnhmo/neutos'}