εὔμιτος
εὔμιτος
εὔμῐτος, ον
with fine threads, εὐμίτοις πλοκαῖς τὸν μίτον εὖ πλέκουσα, Eur.
{
"content": "εὔμιτος\n εὔμῐτος, ον\n with fine threads, εὐμίτοις πλοκαῖς τὸν μίτον εὖ πλέκουσα, Eur.",
"key": "eu)/mitos"
}