Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
εὐμίσητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐϋμμελίης
εὐμνημόνευτος
εὐμνήμων
εὔμνηστος
εὐμοιρία
εὔμοιρος
εὐμολπέω
View word page
εὐμίμητος
εὐμίμητος εὐ-μί_μητος, ον easily imitated, Plat.

ShortDef

easily imitated

Debugging

Headword:
εὐμίμητος
Headword (normalized):
εὐμίμητος
Headword (normalized/stripped):
ευμιμητος
IDX:
13787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13793
Key:
eu)mi/mhtos

Data

{'content': 'εὐμίμητος\n εὐ-μί_μητος, ον\n easily imitated, Plat.', 'key': 'eu)mi/mhtos'}