Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
εὐμίσητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐϋμμελίης
εὐμνημόνευτος
εὐμνήμων
εὔμνηστος
εὐμοιρία
View word page
εὐμηχανία
εὐμηχανία inventive skill, Pind., Plut. from εὐμήχᾰνος

ShortDef

inventive skill

Debugging

Headword:
εὐμηχανία
Headword (normalized):
εὐμηχανία
Headword (normalized/stripped):
ευμηχανια
IDX:
13785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13791
Key:
eu)mhxani/a

Data

{'content': 'εὐμηχανία\n inventive skill, Pind., Plut.\n from εὐμήχᾰνος', 'key': 'eu)mhxani/a'}