Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
View word page
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήριος ἀλέξω able to keep off, of the gods, Lat. Averrunci, Aesch.; ξύλον ἀλ. a club for defence, Eur. ἀλεξητήριον (sc. φάρμακον), a remedy: protection, Xen.

ShortDef

able to keep off

Debugging

Headword:
ἀλεξητήριος
Headword (normalized):
ἀλεξητήριος
Headword (normalized/stripped):
αλεξητηριος
IDX:
1379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1379
Key:
a)lechth/rios

Data

{'content': 'ἀλεξητήριος\n ἀλέξω\n able to keep off, of the gods, Lat. Averrunci, Aesch.; ξύλον ἀλ. a club for defence, Eur.\n ἀλεξητήριον (sc. φάρμακον), a remedy: protection, Xen.', 'key': 'a)lechth/rios'}