Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
εὐμίσητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐϋμμελίης
View word page
εὐμήκης
εὐμήκης μῆκος of a good length, tall, Plat., Theocr.
ShortDef
of a good length, tall
Debugging
Headword:
εὐμήκης
Headword (normalized):
εὐμήκης
Headword (normalized/stripped):
ευμηκης
IDX:
13781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13787
Key:
eu)mh/khs
Data
{'content': 'εὐμήκης\n μῆκος\n of a good length, tall, Plat., Theocr.', 'key': 'eu)mh/khs'}