Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
εὐμίσητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
View word page
εὔμετρος
εὔμετρος εὔ-μετρος, ον μέτρον well-measured, well-calculated, Aesch.: well-proportioned, Theocr.
ShortDef
well-measured, well-calculated
Debugging
Headword:
εὔμετρος
Headword (normalized):
εὔμετρος
Headword (normalized/stripped):
ευμετρος
IDX:
13780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13786
Key:
eu)/metros
Data
{'content': 'εὔμετρος\n εὔ-μετρος, ον\n μέτρον\n well-measured, well-calculated, Aesch.: well-proportioned, Theocr.', 'key': 'eu)/metros'}