Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
εὐμίσητος
εὔμιτος
View word page
εὐμεταχείριστος
εὐμεταχείριστος εὐ-μεταχείριστος, ον μεταχειρίζω easy to handle or manage, manageable, Plat., Xen. easy to deal with or master, Thuc., Xen.
ShortDef
easy to handle
Debugging
Headword:
εὐμεταχείριστος
Headword (normalized):
εὐμεταχείριστος
Headword (normalized/stripped):
ευμεταχειριστος
IDX:
13779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13785
Key:
eu)metaxei/ristos
Data
{'content': 'εὐμεταχείριστος\n εὐ-μεταχείριστος, ον\n μεταχειρίζω\n easy to handle or manage, manageable, Plat., Xen.\n easy to deal with or master, Thuc., Xen.', 'key': 'eu)metaxei/ristos'}