εὐμετάπειστος
εὐμετάπειστος
εὐ-μετάπειστος, ον
μεταπείθω
easy to persuade, Arist.
{
"content": "εὐμετάπειστος\n εὐ-μετάπειστος, ον\n μεταπείθω\n easy to persuade, Arist.",
"key": "eu)meta/peistos"
}