Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὐμέλανος
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὐμίμητος
View word page
εὐμετάδοτος
εὐμετάδοτος εὐ-μετάδοτος, ον μεταδίδωμι readily imparting, generous, NTest.
ShortDef
readily imparting, generous
Debugging
Headword:
εὐμετάδοτος
Headword (normalized):
εὐμετάδοτος
Headword (normalized/stripped):
ευμεταδοτος
IDX:
13777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13783
Key:
eu)meta/dotos
Data
{'content': 'εὐμετάδοτος\n εὐ-μετάδοτος, ον\n μεταδίδωμι\n readily imparting, generous, NTest.', 'key': 'eu)meta/dotos'}