Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
View word page
ἀλεξήτειρα
ἀλεξήτειρα fem. of ἀλεξητήρ , Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλεξήτειρα
Headword (normalized):
ἀλεξήτειρα
Headword (normalized/stripped):
αλεξητειρα
IDX:
1378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1378
Key:
a)lech/teira
Data
{'content': 'ἀλεξήτειρα\n fem. of ἀλεξητήρ , Anth.', 'key': 'a)lech/teira'}