Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐμάρεια
εὐμαρής
εὔμαρις
εὐμάχανος
εὐμεγέθης
εὐμέλανος
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
View word page
εὐμενής
εὐμενής εὐ-μενής, ές μένος well-disposed, favourable, gracious, kindly, Hhymn., Attic of places, γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι favourable to fight in, Thuc.; of a river, kindly, bounteous, Aesch.; of a road, easy, Xen. adv. -νῶς, Ionic -έως, Aesch., Plat., etc.:—comp. -έστερον, Eur.

ShortDef

well-disposed, kindly

Debugging

Headword:
εὐμενής
Headword (normalized):
εὐμενής
Headword (normalized/stripped):
ευμενης
IDX:
13772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13778
Key:
eu)menh/s

Data

{'content': 'εὐμενής\n εὐ-μενής, ές\n μένος\n well-disposed, favourable, gracious, kindly, Hhymn., Attic\n of places, γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι favourable to fight in, Thuc.; of a river, kindly, bounteous, Aesch.; of a road, easy, Xen.\n adv. -νῶς, Ionic -έως, Aesch., Plat., etc.:—comp. -έστερον, Eur.', 'key': 'eu)menh/s'}