Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὐμάραθος
εὐμάρεια
εὐμαρής
εὔμαρις
εὐμάχανος
εὐμεγέθης
εὐμέλανος
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
View word page
εὐμενέω
εὐμενέω εὐμενέω, to be gracious, Theocr. c. acc. to deal kindly with, Pind. from εὐμενής

ShortDef

to be gracious

Debugging

Headword:
εὐμενέω
Headword (normalized):
εὐμενέω
Headword (normalized/stripped):
ευμενεω
IDX:
13771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13777
Key:
eu)mene/w

Data

{'content': 'εὐμενέω\n εὐμενέω,\n to be gracious, Theocr.\n c. acc. to deal kindly with, Pind.\n from εὐμενής', 'key': 'eu)mene/w'}