Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔμαλος
εὐμάραθος
εὐμάρεια
εὐμαρής
εὔμαρις
εὐμάχανος
εὐμεγέθης
εὐμέλανος
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάδοτος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
View word page
εὐμενέτης
εὐμενέτης εὐμενέτης, ου, Epic for εὐμενής, a well-wisher, εὐμενέτῃσι (Epic dat. pl.) Od.
ShortDef
well-wisher
Debugging
Headword:
εὐμενέτης
Headword (normalized):
εὐμενέτης
Headword (normalized/stripped):
ευμενετης
IDX:
13770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13776
Key:
eu)mene/ths
Data
{'content': 'εὐμενέτης\n εὐμενέτης, ου,\n Epic for εὐμενής,\n a well-wisher, εὐμενέτῃσι (Epic dat. pl.) Od.', 'key': 'eu)mene/ths'}