Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξιφάρμακον
View word page
ἀλέξησις
ἀλέξησις ἀλέξω a keeping off, defence, Hdt.

ShortDef

a keeping off, defence

Debugging

Headword:
ἀλέξησις
Headword (normalized):
ἀλέξησις
Headword (normalized/stripped):
αλεξησις
IDX:
1377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1377
Key:
a)le/chsis

Data

{'content': 'ἀλέξησις\n ἀλέξω\n a keeping off, defence, Hdt.', 'key': 'a)le/chsis'}