Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εὔλοφος
εὔλοχος
εὐλύρας
εὔλυρος
εὔλυτος
εὐμάθεια
εὐμαθής
εὐμακής
εὔμαλλος
εὔμαλος
εὐμάραθος
εὐμάρεια
εὐμαρής
εὔμαρις
εὐμάχανος
εὐμεγέθης
εὐμέλανος
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
View word page
εὐμάραθος
εὐμάραθος εὐ-μάρᾰθος, ον abounding in fennel, Anth.

ShortDef

abounding in fennel

Debugging

Headword:
εὐμάραθος
Headword (normalized):
εὐμάραθος
Headword (normalized/stripped):
ευμαραθος
IDX:
13761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13767
Key:
eu)ma/raqos

Data

{'content': 'εὐμάραθος\n εὐ-μάρᾰθος, ον\n abounding in fennel, Anth.', 'key': 'eu)ma/raqos'}