Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐΰκτιτος
εὐκτός
εὔκυκλος
εὐκύλικος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέος
εὐλάζω
εὐλᾶϊγξ
εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλάχανος
εὔλειμος
εὐλείμων
εὔλεκτρος
εὐλεχής
εὐλή
εὔληπτος
εὔληρα
εὐλίμενος
View word page
εὐλάκα
εὐλάκα εὐλάκα, ἡ, a ploughshare, Orac. ap. Thuc. Old Lacon. form, prob. akin to αὖλαξ
ShortDef
a ploughshare
Debugging
Headword:
εὐλάκα
Headword (normalized):
εὐλάκα
Headword (normalized/stripped):
ευλακα
IDX:
13733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13739
Key:
eu)la/ka
Data
{'content': 'εὐλάκα\n εὐλάκα, ἡ,\n a ploughshare, Orac. ap. Thuc.\n Old Lacon. form, prob. akin to αὖλαξ', 'key': 'eu)la/ka'}