Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
ἀλεξήτωρ
View word page
ἀλέκω
ἀλέκω v. ἄλαλκε. to ward off, Anth.

ShortDef

to ward off

Debugging

Headword:
ἀλέκω
Headword (normalized):
ἀλέκω
Headword (normalized/stripped):
αλεκω
IDX:
1371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1371
Key:
a)le/kw

Data

{'content': 'ἀλέκω\n v. ἄλαλκε.\n to ward off, Anth.', 'key': 'a)le/kw'}