Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
ἀλεξητήρ
View word page
ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ Deriv. uncertain. = ἀλεκτρυών, a cock, Aesch., etc.

ShortDef

a cock
Alector
unwedded

Debugging

Headword:
ἀλέκτωρ
Headword (normalized):
ἀλέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
αλεκτωρ
IDX:
1370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1370
Key:
a)le/ktwr1

Data

{'content': 'ἀλέκτωρ\n Deriv. uncertain.\n = ἀλεκτρυών,\n a cock, Aesch., etc.', 'key': 'a)le/ktwr1'}