Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλείπτης
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
ἀλεξητήριος
View word page
ἀλεκτρυών
ἀλεκτρυών from ἀλέκτωρ masc., a cock, Theogn., etc. fem. = ἀλεκτρύαινα, a hen, Ar.

ShortDef

a cock
father of Leïtus

Debugging

Headword:
ἀλεκτρυών
Headword (normalized):
ἀλεκτρυών
Headword (normalized/stripped):
αλεκτρυων
IDX:
1369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1369
Key:
a)lektruw/n

Data

{'content': 'ἀλεκτρυών\n from ἀλέκτωρ\n masc., a cock, Theogn., etc.\n fem. = ἀλεκτρύαινα, a hen, Ar.', 'key': 'a)lektruw/n'}