Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ἀλέκω
Ἀλεξανδριστής
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξήτειρα
View word page
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρύαινα from ἀλεκτρυών a hen, Ar.
ShortDef
a hen
Debugging
Headword:
ἀλεκτρύαινα
Headword (normalized):
ἀλεκτρύαινα
Headword (normalized/stripped):
αλεκτρυαινα
IDX:
1368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1368
Key:
a)lektru/aina
Data
{'content': 'ἀλεκτρύαινα\n from ἀλεκτρυών\n a hen, Ar.', 'key': 'a)lektru/aina'}