εὐκατηγόρητος
εὐκατηγόρητος
εὐ-κατηγόρητος, ον
κατηγορέω
easy to blame, open to accusation, Thuc.
{ "content": "εὐκατηγόρητος\n εὐ-κατηγόρητος, ον\n κατηγορέω\n easy to blame, open to accusation, Thuc.", "key": "eu)kathgo/rhtos" }