Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύς2
εὐθύσανος
εὐθύφρων
εὐθύωρος
εὐθώρηξ
εὐιάζω
εὐιακός
εὐίατος
εὐίερος
Εὔιος
εὔιππος
εὔιστος
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάματος
εὐκαμπής
View word page
εὐίερος
εὐίερος εὐ-ίερος, ον very holy, Lat. sacrosanctus, Anth.
ShortDef
very holy
Debugging
Headword:
εὐίερος
Headword (normalized):
εὐίερος
Headword (normalized/stripped):
ευιερος
IDX:
13657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13663
Key:
eu)i/eros
Data
{'content': 'εὐίερος\n εὐ-ίερος, ον\n very holy, Lat. sacrosanctus, Anth.', 'key': 'eu)i/eros'}